Τετάρτη, Ιουλίου 30

Εκεί που η ελπίδα πεθαίνει τελευταία...







Και η μέρα ξεκινά με βόλτα στην Ερμού…Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσω?...Τα έχω όλα μαζί μου. Και τίποτα δεν ξεχνώ. Τίποτα δε λείπει από τούτο το μάταιο κόσμο, παρά μόνο η σκέψη και η ύλη της. Τίποτα δε μας λείπει και προχωράμε με το μεγάλο πράσινο κυπαρίσσι στο βάθος. Και όλα λάμπουν. Τεράστιες χρυσαφένιες χαρές ξεπροβάλλουν από βιτρίνες και λες να…αυτό είναι το νόημα των Χριστουγέννων.
Είναι τρομερό, τα χέρια μου πόνεσαν από το βάρος των εμπορευματοποιημένων ευτυχιών που κουβαλάω…εις ένδειξην ελευθερίας και αγάπης, πόσο ήθελα να φτάσει αυτή η μέρα. Και τώρα υποφέρω από το βάρος της…και τουλάχιστον είναι ίσα στον αριθμό…τρία από ‘δω…κι άλλα τρία, έξι…Κούραση και βάρος και συνεχόμενο περπάτημα στον ατελείωτο δρόμο. Τον περιτριγυρισμένο από όλα. Και φτάνουν ψηλά, ακούς? Πολύ ψηλά και το κεφάλι μου δε φτάνει να δει τον ουρανό. Δεν πειράζει όμως, έχω τόσο χρυσάφι στα μάτια μου…Επίθεση από παντού…’Εμπρός πίσω άντρες!…’ φωνάζουν τα μπαλκόνια και σιωπούν μετά σαν να μην είπαν τίποτα. Αυτή είναι η ζωή μας και αυτήν ακούμε όλοι…
Πόσα γέλια, πόσες φωνές, πόσα τραγούδια ακούγονται από εδώ που είμαι…Κόσμος…Κόσμος πολύς και νιώθω κλεισμένη. Ένα χτύπημα…’Συγγνώμη δεσποινίς…’, ‘Δεν πειράζει, κύριε, περάστε…’ Και προχωρώ στη βουβή φυλακή του γέλιου τους…αυτή που με κάνει να νιώθω μόνη και να με τρώει…να με τρώει το παιδί μέσα μου.. ‘Θέλω να φύγω, μαμά’…Τι ήταν αυτό? Η φωνή του απόλυτα συνειδητού υποσυνείδητού μου μεταφέρθηκε παραδίπλα και ακούστηκε…Μια ξανθιά γυναίκα, ετών πέντε, κρατά σφιχτά τη μακριά, ζαχαρί φούστα ενός κοριτσιού, της μαμάς, ετών…Όχι. Α, όχι δε μου το επιτρέπει η αγωγή μου να αναφερθώ στην ηλικία μιας κοριτσίστικης μορφής με ζαχαρί μακριά φούστα, ένα ξανθό πλασματάκι κρεμασμένο απ’ τη δεξιά της μεριά κι ένα πορτοφόλι από την άλλη. Γυρνώ το πάνω μέρος του σώματός μου προς αυτούς και χαμογελώ κοιτάζοντας την κόρη της μαμάς…Με κοιτάζει κι εκείνη και κοκκινίζουν τα μαγουλάκια της γλυκά, όπως πρέπει σε μια σωστή κυρία…
Ίσως τελικά να υπήρξε λύτρωση για σήμερα, αγαπημένη, σιγοψιθύρισα με κλειστά μάτια, φέρνοντας στο μυαλό το ρόδινο χρώμα…Ίσως, αγαπημένη, να μην τελείωσαν όλα…Ναι, το είπα. Το είπα, ανάθεμα την ώρα που το πίστεψα. Και προχώρησα με την υπέροχη σκέψη στο μυαλό κολλημένη, να μη θέλει, να μην την αφήνω να φύγει.
Με την αγανάκτηση αυτή προχώρησα κι άλλο στο μακρύ δρόμο, κι άλλο να δω τι συμβαίνει στις κούκλες γύρω μου, με τα τέλεια σχήματα και κοσμήματα, αυτές που έβλεπα μικρή στους εφιάλτες κι έλεγα όχι…όχι άλλο…Μα μέσα από τις φωνές κάτι άλλο ακούγεται. Κάτι-επιτέλους-μελωδικό, κάτι όμορφο. Κάτι που έκανε το μυαλό μου να ανατριχιάσει από ευχαρίστηση. Μα, ποιος?...Γύρισα και κοίταξα στα μάτια μια φίλη, προσπαθώντας να μάθω ποιος επίγειος άγγελος με σώζει με το ρίγος από την ατέλειωτη μονοτονία…Ποιος?...Και κοίταξα ψηλά, ως εκεί που πήγαινε το μάτι…Και κοίταξα αριστερά, είδα μια μεγάλη βιτρίνα να καθρεφτίζει ανθρώπους…Και κοίταξα δεξιά, είδα άλλη μια να καθρεφτίζει την πρώτη. Πού είναι…? Πες μου, θέλω να μάθω…Θέλω να πάω…Γιατί δεν βλέπω?
Κάτω από το πιο κοντινό υπόστεγο, πίσω από την κολώνα με τις χρωματιστές λάμπες, η ευτυχία μου και ο ιδιοκτήτης της. Λάθος έψαχνες, αγαπημένη…Ποιος επίγειος άγγελος θα είχε είδωλο σε μια γυάλινη βιτρίνα?...Και ποιος ίσως επίγειος άνθρωπος θα είχε αυτό το άκουσμα στα αυτιά μου...? Και ήταν ήδη πολύς ο κόσμος που πίστεψε στον εαυτό του και γύρισε να δει σαν εμένα, γύρισε να ψάξει σαν εμένα, γύρισε να λυπηθεί.
Καθισμένο εκεί, βαθιά χαλαρωμένο και ακουμπισμένο στον τοίχο καθόταν ένα ανθρώπινο σώμα με μελαχρινό δέρμα και κατάμαυρα μάτια. Ακόμα σήμερα αναρωτιέμαι γιατί…Τυλιγμένο σε κάτι παλιόρουχα σε αγαπημένα χρώματα που σκούραιναν ακόμη την όψη του. Αργές κινήσεις και μεγάλη καμπούρα απ’ τα βάρη και δυο χέρια μεγάλα, σαν αυτά που έβλεπα στα άλλα όνειρα, τα όμορφα, να με κρατάνε γερά και να μ’ αγκαλιάζουν, να ο άγγελος μου. Να αυτός που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Καθόταν εκεί σκυμμένος κι εγώ τον κοιτούσα από το ύψος μου και ήθελα μόνο να γονατίσω μαζί του. Όμως αυτόν δεν τον ένοιαζα και δεν τον ένοιαξα ποτέ, μια άγνωστη, μια κοινή, μια ακόμη καλοσυνάτη παρουσία που τον λυπήθηκε και σταμάτησε να του πετάξει ένα νόμισμα μπροστά μαζεμένα του πόδια. Στο πλάι του δύο ακόμη σώματα, κουρνιασμένα το ένα στο άλλο και τα τρία μεταξύ τους. Η πλαϊνή κοπέλα με κοίταξε απογοητευμένα. Σε κάθε θόρυβο τίναζε το αδυνατισμένο της κορμί και ανοιγόκλεινε τα ασπρισμένα χείλη, σαν να ‘θελε κάτι να πει, χωρίς όμως τα μέσα πια να εκφράσει τις λυτρωτικές συλλαβές. Η σκέψη της μου φώναζε ‘Γιατί είσαι εσύ?’…Το άκουγα τόσο καθαρά…Και απάντησα σοβαρά και ταραγμένα…’Και ποια θα έπρεπε να είμαι?’…’Έχω χάσει…χάσαμε…γίνε θάνατος κι έλα να με σκεπάσεις με τα μαύρα σου να μην κρυώνω…Έχασα…Έχασα…’
Μου τα είπε και χαμήλωσε ξανά το βλέμμα, εξουθενωμένη από την προσπάθεια της επικοινωνίας, από την εσωτερική αυτοκτονία που την κατέκλυζε σε όλο της το είναι και τη ζέσταινε με την ελπίδα πως μια μέρα απλώς θα τελειώσουν όλα…Κι έτσι απλά μαζεύτηκε κι έγειρε στο μπετό που είχε πίσω της. Ο μελαχρινός άγγελος ήταν εκείνος που της έδινε δύναμη, το έβλεπα…Εκείνος που δεν πονούσε, δεν είχε πια ψυχή να πονέσει, την είχε δώσει, την είχε μοιράσει σε κομμάτια, κλεισμένα σε πλαστικές σακούλες κυλούσαν πια στο αίμα του σα δηλητήριο. Το τελευταίο της κομμάτι το είχε σε μια θήκη. Φυλαγμένο καλά, ανάμεσα στα υπάρχοντά του, μερικά μεταλλικά κέρματα, ένα πακέτο μισοάδειο με τσιγάρα και μια κιθάρα σε ανοιχτό καφετί χρώμα, το μόνο ανοιχτό χρώμα που κατείχε, αυτήν που τώρα κρατούσε στα μεγάλα του χέρια.
Τρία σώματα μαζεμένα μέσα από το νοητό τείχος που τους χώριζε από εμάς. Εμάς τους ανθρώπους, τους ζεστούς, τους ευσεβείς, τους τίμιους. Εμάς που το δέρμα και η ψυχή μας είναι καθαρά από πληγές. Εμάς που η καρδιά μας έχει ακόμα δύναμη, θέληση για ζωή. Που κανείς μας δεν αναγκάστηκε ποτέ να πειραματιστεί με την ψυχή του μαθαίνοντας στο δημοτικό την διαίρεση… Και τώρα αυτό το τείχος έπαιρνε μορφή…συμπυκνωνόταν…δεκάδες άνθρωποι, σαν εμένα κι εσένα, κατέφτασαν να παρακολουθήσουν την παράσταση, να συγκινηθούν και να κλάψουν, να πουν ξανά και ξανά στον εαυτό τους…να τον πείσουν με τη δυστυχία των άλλων για τη δική τους ευτυχία…
Και καθώς η φωνή του αγγέλου μου διαπερνούσε τον κόσμο όλο, σκουντήματα και λυγμοί αποσπούσαν την προσοχή μου από τα χείλη του, που με δυσκολία κινούσε, που όμως είχαν τόση δύναμη…Ένας άνθρωπος, μόνος και δυο σκιές, έφεραν ένα κοπάδι άγριων ζώων σε κατάσταση χαλασμού…Μάτια και θάλασσα ήταν ένα…Κι όμως δεν άφησα ούτε μια σταγόνα δάκρυ να βγει από μέσα μου, δεν θα θόλωνα τα μάτια μου, δεν θα διέκοπτα την επαφή μου με τον άγγελό μου…Προσηλωμένη. Υπνωτισμένη παρακολουθούσα το στόμα του να κινείται και να βγάζει ψυχή, το σώμα του να κινείται ρυθμικά και να τρέμει…από συγκίνηση…από κρύο…από αγανάκτηση…Τα μακριά του δάχτυλα να χαϊδεύουν με τέχνη τις χορδές της κιθάρας, αυτήν που κρατούσε, σα μωρό, σαν αγάπη, σαν τη μόνη γυναίκα που αγάπησε ή πρόλαβε να αγαπήσει όσο ζούσε ακόμα…Δεν υπήρχε κανείς να τον νικήσει πια. Είχε την αγάπη του στην αγκαλιά και το θάνατο δίπλα. Η κοπέλα σήκωσε αργά το χέρι και ένα κομμάτι ύφασμα παραμέρισε και αποκάλυψε τις βαθιές της πληγές…Ένα δέρμα πια σάπιο, χαλασμένο, κατεστραμμένο, χωρίς συνοχή, χωρίς ομορφιά, μόνο γεμάτο πληγές και ξεραμένο αίμα εδώ κι εκεί. Εκείνο που είχε χάσει, εκείνο που είχε δώσει για να σωθεί από τον πόνο. Που την έκανε σήμερα να μοιάζει σκιάχτρο σε κίνηση. Αργή κίνηση, εξαντλημένη. Ανύπαρκτη κίνηση. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά χωρίς τη θέλησή μου και όχι…όχι δε θ’ αφήσω δάκρυα να κυλήσουν…ούτε καν να πλησιάσουν στην έξοδο…
Έκλεισα τα μάτια για να διώξω την εικόνα…Κι έμεινε ο ήχος…Ο ήχος του αγγέλου μου. Μαζί με ψιθύρους και αναστεναγμούς από τη δικιά μου μεριά του τείχους, άκουσα βαθιά μέσα μου τα λόγια που τραγουδούσε…Λόγια…λόγια…λόγια ψεύτικα…Και ήρθε σαν κύμα η απογοήτευση, το απόλυτο αδιέξοδο, η αλήθεια. Ο πόνος και η απελπισία με κατέκλυσαν. Δεν υπάρχει έλεγχος…Δεν υπάρχει σωτηρία πουθενά…Και ξαφνικά ένιωσα τον εαυτό μου έξω από όλα, πως έκανα βήματα, πως περνούσα αποφασιστικά το τείχος…Και τότε σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. Το βλέμμα του βυθίστηκε στο δικό μου. Για ώρες, μέρες, χρόνια, δε μ’ ένοιαζε τίποτα. Με ξεχώρισε…με κατάλαβε…Άφησα το δάκρυ να κυλήσει στα μάτια μου και τον κοιτούσα σιωπηλά που με κοιτούσε κι έκλαιγε με τη φωνή…Ένιωθα ξεχωριστή από τους άλλους…Με είχε κοιτάξει…με είχε δει…μόνο αυτό ήθελα, με όλο μου το είναι.
Άκουσα τη συγχορδία του τέλους και οι λυγμοί άρχισαν να απομακρύνονται ένας ένας…Τόσο εύκολα, βλέπεις?...Εγκατέλειψαν, δεν άντεχαν να δουν, δεν άντεχαν να μείνουν κοντά του, στη δύναμη της απόλυτης δυστυχίας του, στην άλλη διάσταση, την ανεξήγητη. Ένιωσα χέρια να με τραβάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση…Και τα μάτια του προς τη δική του. Πρέπει να φύγω…του είπα με τα μάτια μου κι εκείνος μόνο με κοιτούσε που πάλευα να μείνω κοντά του, ανέκφραστος, αμίλητος, ακίνητος. Όχι, μην με παίρνετε μακριά του…δε θέλω…θέλω να μείνω εδώ, να τον ακούω, να τον βλέπω, να τον νιώθω ζωντανό…Άκουσα τις φωνές τους να μου λένε να φύγουμε, τελείωσε, θα ξανάρθουμε αργότερα…Κι όμως…Αργότερα ποιος ξέρει αν θα ήταν ακόμα εδώ κι αν ίσως τον είχε καταπιεί ο Παράδεισος που είχε μέσα του…
Τα πόδια μου αναγκάστηκαν να κινηθούν, μακριά του, μακριά απ’ την πανέμορφη εικόνα του…Τι να έλεγα?...Πες μου, τι?...Χωρίς να το σκεφτώ το είπα, χωρίς συναίσθηση, χωρίς να είναι η απόλυτη αλήθεια μου…’Είσαι πολύ καλός τραγουδιστής…μην εγκαταλείψεις ποτέ…’. Κι εκείνος μόνο κοιτούσε που απομακρυνόμουν, μη έχοντας τη δύναμη, τη θέληση να απαντήσει…Η εικόνα του μίκραινε όσο έφευγα και τον έβλεπα ακόμα εκεί, να σκέφτεται…ίσως…μακάρι...τα λόγια μου. Μην εγκαταλείπεις…

Αφιερωμένο στην προσπάθεια για ζωή και σε όλους όσους την κάνουν καθημερινά. Ο Παράδεισος γίνεται εύκολα επίγειος, αρκεί να βρεις το θέλω και τον τρόπο. Όλα είναι μέσα σου και τίποτα στους άλλους. Μην περιμένεις ποτέ κανέναν για να τον ψάξεις. Μόνο εσύ ξέρεις πού είναι ο άγγελός σου και πώς θα τον βρεις. Ζήσε τη ζωή στην κάθε της λεπτομέρεια και μην αφήνεις τίποτα απαρατήρητο. Μη συμβιβάζεσαι. Μην αποστασιοποιείσαι. Μη χτίζεις τείχη γύρω σου. Ο κόσμος είναι ένας και είναι δικός σου. Τον αξίζεις όσο σε αξίζει. Μη φύγεις. Μην τα παρατήσεις. Μην πεις πως δεν αντέχεις. Μην πάψεις να ελπίζεις στις μέρες που έρχονται. Ποτέ. Ποτέ μην κάνεις πίσω. Μην εγκαταλείπεις…

Τρίτη, Ιουλίου 29

Για σένα που δεν είσαι...




Είμαι πάλι εδώ και γράφω. Για ‘σένα. Μόνο για ‘σένα.. Δεν ξέρω ποιος είσαι ούτε τι θέλεις από μένα ούτε τι μπορείς να κάνεις. Εγώ απλά σ’ αγαπώ με όλη μου την ψυχή και ας είσαι αγέρας, ας είσαι ο βορράς που κάνει τα μάτια μου να μισοκλείνουν στο πέρασμά του. Είσαι τα πάντα για μένα. Εσύ, εσύ, εσύ. Εσύ που είσαι αόρατος στα μάτια μου και κάπου ταξιδεύεις ψάχνοντάς με. Εσύ που πήρες τη ζωή μου και την έκανες δική σου. Εσύ που για χάρη σου δε γεννήθηκα ποτέ, αλλά παρέμεινα κι εγώ αόρατη στη συντροφιά της μελωδίας σου. Για ΄σένα.
Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν. Μόνο εσένα και μόνο εσένα. Σ’ αγαπώ γιατί το νιώθω σαν τραγούδι μελαγχολικό που πασχίζει να βρει ελευθερία μέσ’ απ’ τα χείλη μου και αντί γι’ αυτό βγαίνει στα μάτια μου λευκό ποτάμι και θυσιάζεται για σένα και μόνο για σένα. Πόσο σε φοβάμαι. Πόσο φοβάμαι μήπως όταν φύγεις πεθάνω και δεν έχω πια τρόπο να χύνω δάκρυα για σένα. Πόσο φοβάμαι πως το σπαθί που με λυτρώνει μου το πάρεις και γίνω ένα με τη γη και το χορτάρι και σέρνομαι πονώντας απ’ το βαθύ σου χτύπημα. Αυτή είμαι και αυτός είσαι και αυτοί είμαστε. Για σένα γράφω. Μόνο για σένα.
Για σένα περνούν οι μέρες μου, η μία μετά την άλλη, χωρίς τελειωμό, χωρίς έλεος. Για σένα αφήνω τα πρωινά μου να ξημερώνουν και για σένα παρατηρώ το ροδοκόκκινο χρώμα τ’ ουρανού ν΄ ανθίζει. Γιατί είσαι εκεί και εδώ και παντού γύρω μου, σαν τους κόκκους σκόνης που πλανιούνται στον αέρα μας, χωρίς λόγο και αιτία, απλά σ’ αγαπώ και ζω για σένα. Ζω για να σου χαρίζομαι και τα λόγια σταματούν εδώ. Είσαι το είναι μου και η μόνη αλήθεια που γνώρισα ποτέ μου.
Αυτός είσαι εσύ κι αν σε χάσω χάθηκα. Αυτός είσαι εσύ και όταν σε βλέπω ο αβάσταχτος πόνος με γεμίζει γλυκά και με καίει. Ποτέ, ποτέ μη μ’ αφήσεις να καώ αγάπη μου, μόνο άσε με να καίγομαι αιώνια για σένα. Άσε με μόνο να πεθαίνω για σένα σε κάθε ξημέρωμα και τις νύχτες να είσαι η κραυγή μου στο σκοτάδι. Αντέχω, αγάπη μου, αντέχω. Μόνο για σένα.
Δεν έχω τίποτε άλλο να πω παρά αυτά. Δεν υπάρχουν λέξεις να πουν αυτά που λέει η ψυχή μου για σένα. Είσαι βουνό και είμαι αετός. Είσαι κόλπος και είμαι ψάρι. Είσαι η ζωή μου και είμαι ο άγγελός σου. Ως το τέλος. Ως το τέλος μας. Ως το τέλος του κόσμου. Θα κλαίω και θα κλαίω. Μόνο για σένα…

...Κοιτάζοντας τη ζωή...


Καθισμένη...ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον...με τα μάτια στον ουρανό και τα χέρια στο χαρτί...κάνω λέξεις τις σκέψεις και γράφω...
Κοιτάζω ψηλά. Πάντα ψηλά. Και βλέπω αχανή σύννεφα να κινούνται εδώ κι εκεί με τον άνεμο, σαν να τρέχουν κάτι να προφτάσουν, σαν να μην έχουν όρια σαν εμάς, σαν να είναι εκεί για να μας θυμίζουν πού βρίσκεται η ελευθερία και πού η κόλαση του μυαλού. Βλέπω χελιδόνια και αεροπλάνα να πετούν. Βλέπω έναν ήλιο τεράστιο, προκλητικά όμορφο. Οι τέλειες συμμετρίες του δε φτιάχνονται από ανθρώπινο χέρι…τα μάτια μου δεν αντέχουν τη λαμπρότητά του και γυρνούν…Δίπλα μου ένα παιδί σφύζει από περηφάνια με τα μάτια στραμμένα σ’ ένα κομμάτι χαρτί που κρατά στο χέρι. Εκεί είναι η σημερινή του δημιουργία, το μπογιάτινο σπίτι και τα λουλούδια και τα δέντρα. Και ο ήλιος του σχεδιασμένος προσεκτικά από το παιδικό χεράκι, κίτρινος με ακτίνες πορτοκαλί. Ολόισιες, μεγάλες. Κάπου εξέχει το χρώμα από τη γραμμή και χαρίζει στην εικόνα μεγαλείο.
Ευθεία μου είναι η θάλασσα. Η γαλάζια και η μπλε, με τις χίλιες αποχρώσεις και τα χίλια αστέρια να λαμπυρίζουν στα κύματά της. Στα δεξιά μου άσπρος αφρός, στ’ αριστερά μου βράχια. Και μπροστά μου η βάρκα του Αντώνη χορεύει στο δικό της ρυθμό. Στάλες αλατόνερου ξεχύνονται πάνω της καθώς κινείται και η σημαία στην πλώρη δίνει τους δικούς της κυματισμούς, απόλυτα εναρμονισμένη με το περιβάλλον της. Κλείνω τα μάτια και ακούω τα νερά καλύτερα απ’ όσο τα βλέπω. Και θέτω σε λειτουργία όλες τις αισθήσεις μου μαζί, καμία να μην μείνει, καμία να μη χάσει το τέλειο τούτο μάγεμα.
Πίσω μου φωνές παιδιών. Παιδιά που παίζουν και γελάνε και κοιτάζουν τη ζωή κατάματα, χωρίς να τη φοβούνται. Παιδιά που εύχονται να είχαν ένα μεγάλο παγωτό και ειρήνη στον κόσμο. Κοντά μου δυο άνθρωποι σοφοί και κουρασμένοι, αυτοί που αποκαλούνται απ’ τους πολλούς ‘τρίτη ηλικία’. Εκείνη με το λουλουδάτο φόρεμα και το ψάθινο καπέλο. Εκείνος με τη γραβάτα σφιχτά δεμένη και το χαμόγελο κρυμμένο στο μουστάκι. Κοιτάζουν μπροστά, το μέλλον τους, το μπλε χρώμα, με τα χέρια τους το ένα πάνω στ’ άλλο.
Κι εγώ ανάμεσά τους. Κοιτάζω και κατανοώ. Συγκινούμαι. Κινώ το χέρι μου με τέχνη στο χαρτί και γράφω λόγια για εκείνους. Τους πίσω και τους μπροστά. Και αυτούς που τώρα έχουν τα μάτια τους στις σπίθες του νερού. Και αυτούς που κοιτάζουν τον ουρανό νοσταλγώντας. Σ’ αυτούς που κάνουν και τελειώνουν τη ζωή μου.
 

Missing You Blogger Template