Κυριακή, Αυγούστου 31

Στο φως της αρχής.



Κάτι τη βασάνιζε εκείνο το βράδυ. Ένιωθε το λαιμό δεμένο σε κόμπο σφιχτό…το στήθος καταπλακωμένο. Ακούμπησε το χέρι της αυτόματα εκεί και ένιωσε την καρδιά της να χτυπά. Χτυπούσε ακόμα. Δυνατά. Σαν να ήθελε κάτι να της πει, κάτι να της δείξει…Πως ήταν παρούσα. Πως κι εκείνη ένιωθε. Όλα ήταν σκοτεινά στο μικρό δωμάτιο. Το τετράγωνο σχήμα του καθρέφτη στα δεξιά λαμπύριζε στο σκοτάδι στο φως των αυτοκινήτων που περνούσαν. Ξαφνικά την προσπερνά ο ήχος μιας μεγάλης, τεράστιας αλήθεια, μηχανής. Έσκισε εκκωφαντικά το δρόμο. Ένα πέταγμα ακούγεται και κάποιος σκύλος γαυγίζει. Κι εκείνη ανοίγει αποφασιστικά το μεγάλο παραθυρόφυλλο και βγαίνει στη βεράντα.
Δροσιά. Πόσο ξεχωρίζει το έξω από το μέσα. Είχε λυτά τα μαλλιά. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τον άνεμο να της τα πάρει. Αφέθηκε στα όμορφα χάδια του. Χάδια…Και τότε θυμήθηκε πως ήταν μόνη. Στεκόταν μόνη. Έμπαινε στο δωμάτιο μόνη. Έβγαινε μόνη. Κοιμόταν μόνη. Ονειρευόταν μόνη. Έκλαιγε μόνη. Γελούσε μόνη. Κοίταξε το αριστερό της χέρι. Εκεί άστραφτε ο κόσμος της. Αυτός που κέρδισε και έχασε μέσα σε ένα βράδυ. Να πώς μια βέρα κάνει τη ζωή.
Τινάζει το κεφάλι της ελαφρά, μαζί με τα λυτά μαλλιά, ίσα να φύγουν οι οδυνηρές σκέψεις. Κοιτάζει γύρω της. Σκοτάδι. Κοιτάζει πίσω της. Σκοτάδι. Κοιτάζει ευθεία της. Σκοτάδι. Σηκώνει τα μάτια της και βλέπει...Τα αστέρια λάμπουν ακόμα...Τίποτα δεν τελείωσε.


Σε σένα, που ψάχνεις μέρα με τη μέρα αυτό το απλωμένο, δυνατό χέρι που θα σε τραβήξει πάνω, μακριά από τις δυστυχίες σου και τα προβλήματά σου κι εκείνο δεν έρχεται ποτέ...Σε σένα που νομίζεις πως κανείς δε σε αγαπάει και η παρουσία σου στη γη δεν αξίζει τίποτα...Σε σένα που λες πως δεν υπάρχει πια τίποτα ζωντανό στον κόσμο σου, πως κανένα φως δε σε λυτρώνει...Κοίταξε ψηλά...Τα αστέρια λάμπουν ακόμα σε σένα....

Σάββατο, Αυγούστου 30

Περί του ανωτάτου συναισθήματος.

Εκεί.
Στην πιο κάτω γωνία, τη μικρή
και την περιφρονημένη.
Άσε με να σε κοιτάζω μόνο
χωρίς τέρμα.
Κι εσύ να με κοιτάς.
Εκεί που μας κρύβει η μικρότητα
και η πλειοψηφία.
Ποτέ μην αποκαλυφθείς
και μην αποκαλύψεις, αγάπη μου,
το ότι σε λατρεύω.
Νιώθω μεγάλη για κρυψώνες
και μικρή
στο ατελείωτο του κόσμου.
Αυτού που μ’ αγαπάει
κι αυτού που με μισεί.
Κρύψε με.
Και μόνο εκεί να μένω.
Στην πιο κάτω γωνία.
Την ασήμαντη.
Τη μόνη.
Και μόνο εκεί, ζωή μου,
να μετράμε σε κομμάτια
την αγάπη μας
Κι από κομμάτια να την ξανακολλάμε
κάτω από σεντόνια
ροζ και μαύρα.
Κι εκεί ν’ αγκαλιαζόμαστε
και να αισθανόμαστε
την καρδιά ο πρώτος του αλλουνού
κι ο δεύτερος του πρώτου.
Δώσε μου τα μάτια σου
για φυλαχτά
που τα χρειάζομαι.
Να μην με τρομάζει το παρόν
το παρελθόν
το μέλλον.
Και πόσα αγκάθια
και πόσα μαχαίρια.
Πόσοι πόλεμοι του ‘είναι’ και του ‘λέγειν’.
Πόσο το ήθελα να ξέρεις
πως το χρόνο μου και το μελάνι
σε σένα τα χαρίζω.
Μόνο για το κράτημα.
Το χρυσοκάστανο φυλαχτό
και τη γέννηση μέσα μου.
Σπίθα.
Φωτιά.
Στάχτη.
 

Missing You Blogger Template