Πέμπτη, Οκτωβρίου 1

Το βαλς των ανέμων

Κρυμμένη βαθιά στης γαλάζιας ανεμώνης το βελούδινο πέταλο
στης κίτρινης κοιλάδας την όμορφη απαρχή,
κάπου κοντά στο σπίτι μου…
Ακουγόταν φωνή γλυκιά κι αέρινη,
σαν τα βαλσάκια που χόρευα μικρή,
πατώντας με τα γυμνά μου πόδια σ’ εκείνου
τους ισχυρούς καθοδηγητές.

Θυμάμαι…
Το πρόσωπό του ψηλά.
Το βλέμμα μου το σήκωνα για να τον δω.
Δέος, προσμονή κι αγάπη.
Ασφάλεια,
καθώς έσφιγγα δυνατά στις παλάμες μου το ύφασμα του πουκαμίσου του,
το ζάρωνα λιγάκι, μα δε θύμωνε.

Κι η μικρή μου ανεμώνη λυγάει στα φυσήματα τ’ ουρανού,
χορεύει στο ρυθμό τους,
χαϊδεύονται απαλά και γελάει στους ευωδιαστούς αέρηδες,
όπως γελούσα κι εγώ στα μάτια του.
Τότε…

Κι αναπολώ στις χρυσές μου αναμνήσεις
στιγμές που αχνές αποχρώσεις χαράς μπλέκονταν στα κύματα.
Κι η καρδιά μου κρυφά ερωτευμένη,
αναψοκοκκινισμένη,
παραδινόταν στο βαλς των ζεστών της ανέμων.

Δευτέρα, Αυγούστου 24

Απόδειξη.


Στο Γιώργο.


Καθόμουν στη βεράντα του μικρού σπιτιού, κάτω απ’ τη στέγη με τα κεραμίδια. Είχα μια ανθισμένη λεμονιά στα μάτια μου, γεμάτη ανθούς κι αρώματα, ζωή γεμάτη. Γύρω μου ο κόσμος άλλαζε δρόμους, σταματούσε στο στενό και προχωρούσε. Ναι, τα βήματά τους έφταναν στ’ αυτιά μου, μου γέμιζαν μυαλό και συνείδηση, μ’ έσφιγγαν στη χούφτα τους μέχρι να δώσω το χυμό μου. Κι ύστερα με άφηναν αφυδατωμένη να κοιτάζω μόνο. Να κοιτάζω. Να τους κοιτάζω που σταματούν στα στενά κι ύστερα προχωρούν στο επόμενο.

Πόσο το ήθελα να σηκωνόμουν από ‘κει. Πόσο το ‘θελα να βγω στο δρόμο τους, να προχωρήσω. Θα περπατούσα πίσω τους αν το ‘κανα, το ήξερα καλά αυτό. Γι’ αυτό ονειρευόμουν το αντίθετο ρεύμα. Το απέναντι πεζοδρόμιο. Να περπατώ κάθετα κι αυτοί οριζόντια. Εγώ στην ανηφόρα. Εκείνοι κατηφόρα. Να βλέπω τα πρόσωπά τους σε κάθε μου βήμα. Σε κάθε στενό ένα ζευγάρι μάτια να ξεπροβάλλει. Να κοιτά κάτω. Να κοιτώ πάνω. Να τους βλέπω να κατρακυλούν ομοιόμορφα και σταθερά. Να μου χαμογελούν μ’ εκείνο το βλέμμα…το γλυκόπικρο, το δήθεν συμπονετικό. Το έμμεσα υποσχόμενο ήττα. Στάλες ιδρώτα στο μέτωπό μου, στα μάγουλα, στο λαιμό. Να τα βλέπουν και να χαμογελούν, μ’ εκείνο το βλέμμα…το ελεεινό. Κι εγώ συνέχεια ανηφόρα. Εκείνοι συνέχεια κατηφόρα.

Σκεφτόμουν την καρδιά μου ν’ αναπηδά από αγανάκτηση. Κάθε φορά που διέκρινα στα στενά τα ζαχαρί τους δόντια. Μιλάς? Γιατί μιλάς? Θα δεις στο τέλος…Που θα τελειώσει η ανηφόρα μου. Που θα ‘μαι κορυφή και θα ‘σαι πρόποδες. Που θα ‘χω παλέψει. Που θα ‘χεις απλά κατρακυλήσει. Που θα χαμηλώνω το βλέμμα για να βρω το δικό σου.

Καθόμουν στη βεράντα του μικρού σπιτιού και τους άκουγα να βηματίζουν στις κατηφόρες τους. Έκλεισα τα μάτια. Ναι, τους το είχα αποδείξει.

Παρασκευή, Αυγούστου 7

Πνίγομαι στα λόγια μου

Όπως ο ζαλισμένος εκείνος
ναυαγός,
που με νύχια και δόντια προσπαθούσε
να ζήσει.

Κύματα φθόγγων με καλύπτουν
με πατάνε, με μισούν.
Κι όπως μιλούσα ειρωνικά με κοιτούσαν
κι είχαν στο νου τους την ελπίδα
πως μετά απ’ την αναπνοή αυτή
άλλη δε θα υπάρξει.

Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπά.
Τα μάτια μου σταμάτησαν να βλέπουν.
Η ψυχή μου δε νιώθει πια.
Πνίγηκα.
Στα λόγια μου.

Κυριακή, Ιουνίου 28

Χορεύοντας με τ' όνειρο...

Μαλλιά αιθέρια απλωμένα σε λευκό σεντόνι, να γυαλίζουν στο αχνό φως κάποιου μεσονύκτιου φεγγαριού. Βλέφαρα ν’ ανοιγοκλείνουν σιγανά, όπως πέφτουν οι στάλες της βροχής σε σκουριασμένο σίδερο. Τ’ ανοιχτό παράθυρο να φέρνει ήσυχα κύματα δροσιάς, αέρινες κινήσεις στην κρεμάμενη κουρτίνα. Γαλήνη στο μικρό δωμάτιο, μια κούκλα κοιμάται κι ονειρεύεται.

Απ’ το χαμόγελο στα χείλη της θαρρώ, πως σε άλλους κόσμους ταξιδεύει, σε κόσμους βουτηγμένους σε βαθύ μπλε και μωβ χρώμα, λουσμένους ουράνια αστερόσκονη. Βηματίζει στο ρυθμό μιας μουσικής, στις χορδές κάποιας άρπας, που δάχτυλα τις παίζουν με τέχνη κι αρμονία, αντηχεί στα δωμάτια των ονείρων της. Το φόρεμά της είναι μακρύ κι αόρατο, τί σημασία έχουν τα ρούχα, όταν σε δρόμους απείρου περπατάς…

Στο χέρι της κρατά ένα μικρό πάνινο χεράκι, σαν από παραμύθι βγαλμένο. Το κράτημα σφιχτό, σαν εκείνα στις καλύτερες φιλίες που πονάνε. Αγκαλιάζονται κι αφήνονται, στη μουσική που διαπερνά τις καρδιές τους, που τους συνοδεύει στα πρώτα τους χορευτικά βήματα…Τι είναι?...Κανείς δεν ξέρει. Αγκαλιάζονται και στριφογυρνούν μαζί, κάπου εκεί ψηλά, μακριά. Όμορφο να τους βλέπει κανείς και υπέροχο να τους νιώθει, αφημένους στη γιορτή της μελωδίας τους, ο ένας στον άλλο. Διαρκεί λίγο, λίγες στιγμές μονάχα στην αιωνιότητα. Μα η γεύση του θα μείνει στα πρόσωπά τους…

Ο βελούδινος ήχος της άρπας απομακρύνεται αργά και τα δυο χέρια ενώνονται ξανά σε μια νέα αγωνία…Το μπλε ξεθωριάζει κι η γαλήνη μένει…Μέσα απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο τρυπώνουν παιχνιδιάρικα πιτσίλες από χρώματα κόκκινα και χρυσαφί, έτοιμα να λούσουν τα ξεθωριασμένα όνειρα…Μα ςςςς, ησυχία τώρα…Μια νεαρή δεσποινίδα ξυπνά…
Ως μια μικρή παρένθεση στην ακατάπαυστη φλυαρία μου με τα κείμενα...Έχω να παρουσιάσω περήφανα αυτό...

Που μου παρέδωσε η γλυκειά μου συνονόματη φίλη Νεφέλη και την ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου...!

Κι εγώ με τη σειρά μου λοιπόν, θα το παραδώσω στους καλούς μου φίλους με τα αξιαγάπητά τους blogs...Ως άτομο που δεν ασχολείται πολύ συχνά με τον συγκεκριμένο τομέα (δηλαδή τον υπολογιστή), θα πρέπει να δηλώσω πως θα παραβώ λιγάκι τους κανόνες του παιχνιδιού που ορίζουν να προωθείται το βραβείο σε 15 άτομα, γιατί δεν έχω υπ' όψιν μου τόσα πολλά blogs...Είμαι όμως σίγουρη πως στο μέλλον θα ανακαλύψω πολλούς ακόμη φίλους, άξιους βραβείου, στους οποίους δεν θα παραλείψω να το παραδώσω...

And the Oscar goes to...

Στον προφήτη, που με την ομορφιά των κειμένων του με ταξιδεύει πάντα...

Στον πρωτόπλαστο, που μέρα με τη μέρα μας μαθαίνει ν' αγαπάμε αληθινά...

Στον kioy, που αν και έχει ήδη πάρει ένα βραβειάκι, δε θα μπορούσα να παραλείψω να του δώσω άλλο ένα για να τον ευχαριστήσω και προσωπικά για τις όμορφες στιγμές που μου χαρίζει με αυτά που γράφει...

Στο sourotiri, που αν και φανταράκι κρατάει ακόμη γερά τα σκήπτρα του blog και μου φτιάχνει πάντοτε τη διάθεση με τις γεμάτες χιούμορ και συναίσθημα αναρτήσεις του...

Στο Μάνο, που όταν η...επικαιρότητα περνάει απ' τα χέρια του, μεταμορφώνεται σε κάτι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον...

Στο Γιάννη, που μεταφέρει άψογα το πάθος του για τη δημιουργία της έβδομης τέχνης...

Στον poet, για την πανέμορφη ιστοσελίδα του γεμάτη ποίηση...

Κανόνες:

1. Δεχτείτε αυτό το βραβείο, αναρτήστε το στο blog σας, μαζί με το όνομα του ατόμου που σας βράβευσε, και το λινκ στο blog.

2. Απονείμετε το βραβείο αυτό σε άλλα 15 αξιαγάπητα blogs. Θυμηθείτε να επικοινωνήσετε με τους bloggers και να τους ενημερώσετε ότι τους επιλέξατε για αυτό το βραβείο

Σ' ευχαριστώ Νεφέλη μου για την τιμή που μου κάνεις και σας ευχαριστώ όλους τους συνάδελφους...bloggers για τις αναρτήσεις σας που μου δίνετε την ευκαιρία να διαβάσω!!

Πέμπτη, Μαΐου 28

Το κάστρο.

Ένα κάστρο είχα χτίσει για τους δυο μας. Κοντά στην αμμουδιά, με θέα το γαλάζιο πέλαο. Γύρω η φύση μύριζε χρώματα, σκοπιές φυλούσαν τα κύματα για μας. Για σένα το έκανα, με βότσαλα στεγνά και με πολύ μεράκι. Ανέμοι δεν το γκρέμιζαν, ήταν ψηλό και όμορφο, μ’ ένα γατί στη στέγη. Τα μεσημέρια κατέβαινε κι έπινε γάλα απ’ τις φούχτες σου. Ένα κάστρο είχα χτίσει για τους δυο μας.

Μέσα του όταν ήμασταν, τα παράθυρα ανοίγαμε. Χαζεύαμε Ήλιους κι αστραπές, χαζεύαμε τη ζωή μας αγκαλιά. Πίσω απ’ τα τείχη, τ’ ανθισμένα παρτέρια. Πίσω απ’ τα ενωμένα μας δάχτυλα. Γελούσα στο φως της μέρας, μου ‘λεγες πως σ’ άρεσε και το ‘κανα συχνά. Αστείες εικόνες κοίταζα και γελούσα, για σένα. Σ’ ανοιχτά παράθυρα σιμά.

Τα βράδια στο κάστρο μας, έκαιγε μια μικρή φωτιά. Ένιωθα τη ζέστη της, κάπου κοντά στο τζάκι. Τα δωμάτια σκοτεινά, γεμάτα σκοτάδι. Γεμάτα φιλιά και πάθη. Γεμάτα από μας, τη φωτιά να ψάχνουμε, τους εαυτούς μας στο άγνωστο. Ο ύπνος γεμάτος όνειρα, θυμίσεις και παράξενα παιχνίδια, με νικητές και ηττημένους. Ποτέ μου δεν κατάλαβα ποιος νικούσε. Εσύ κοιμόσουν κι εγώ σ’ εξερευνούσα στο φως της φωτιάς.

Για πάντα θα ζήσω, έλεγα. Για πάντα μαζί σου στο κάστρο μας. Την αυγή όμως, ένα σ’ αγαπώ κύλησε απ’ τα χείλη μου, παρέα με δροσιά στα πέταλά μας. Στα μάτια με κοίταξες, μου είπες να μην το ξαναπώ. Σε ρώτησα γιατί και γύρισες πλευρό. Να, λοιπόν, που το πάντα και το τίποτα, ποτέ δεν θα χωρίσουν.

Τετάρτη, Μαΐου 13

Φρόνιμη η αγάπη μου...

Σηκώνεται το πρωί και φεύγει
Κι αφήνει τα σεντόνια μου αδειανά,
Κόκκινα απ’ το χαμόγελό μου
Κι απ’ το τρυφερό μας πάθος.

Και πάει να βρει νερό
στην πηγή, δίπλα στο σπίτι.
Το σπίτι μας.
Απλώνει τα φορέματά της στο δρόμο
Και με κόπο τραγουδά
Στην αιωνιότητα.

Άνεμος τρέχει ανάμεσα στα πόδια της
Και κορφές της φωνάζουν
Να πάει.
Όμως εκείνη σκυφτή στην πηγή, νερό μαζεύει στις φούχτες της
Και δροσίζει όμορφα τα δάχτυλά της.

Κι ύστερα έρχεται ξανά
Με βρίσκει να την προσμένω στο παράθυρο, με μια ένταση στα μάτια
Σαν να μη θέλω να πιω νερό,
Σαν να θέλω μονάχα να της πω
Πως φρόνιμη στα πέπλα της
Θα χάνομαι πάντα.

Κυριακή, Απριλίου 12

Κραυγή.














Πέφτω…

…ξανά…







Πιο κάτω…ξανά…

Κι απ’ το πιο κάτω…

…ξανά…







Μόνη…








…ξανά…








Δύναμη μέσα μου…








…ξανά…

…ΚΑΙΓΟΜΑΙ…

…ξανά….








Φωνές…
Φωτιές…

…ξανά…

Χαμένα όνειρα σ’ ένα βάθος σε κάποιο άγνωστο πάτωμα που κοιτούσα…
Βοήθησέ με…σπάσε τη μονοτονία μου…σπάσε με…κάνε με κομμάτια…
Σφίξε μου τον κόμπο…
Λύσε μου τον κόμπο…

Υπέκυψα…

…ξανά…

… ... ... ...










Μη μ’ αφήνεις…






Δευτέρα, Μαρτίου 9

Άγγελος.






Στεκόταν στο χείλος του γκρεμού και κοιτούσε κάτω. Το βάθος, η απόσταση. Πόσοι πειρασμοί βρίσκονταν εκεί κάτω…Στη σκοτεινή, υπόγεια άβυσσο. Στο απέραντο τίποτα κρύβονταν τα πάντα. Δε χόρταινε να κοιτάζει και να νιώθει να κατακλύζεται σε όλο το κορμί από πόνο. Τα κύματα, η θάλασσα μέσα του…Σταγόνες βροχής στα μάγουλά του. Τρικυμία στα βαθιά νερά του. Και όμως όλα είχαν μια περίεργη ησυχία, ένα χρόνο ανύπαρκτο, όλα σταματούσαν. Κι απ’ αυτό θέλησε εκείνο το βράδυ να ξεφύγει. Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε, σαν να ήταν η τελευταία του ανάσα.
Μέσα απ’ τα σφαλισμένα του βλέφαρα είδε τα όνειρα, που κρύβονταν εκεί κάτω. Σαν να κοβόταν η πολύτιμη αναπνοή όταν θυμόταν…Θυμόταν?...Στο μυαλό του ήρθε εκείνο το τριαντάφυλλο…το κόκκινο. Το τέλεια φτιαγμένο, το όσο τίποτα επιθυμητό. Το κρατούσε τότε στο χέρι, με τα δυο του δάχτυλα, καθώς το βέλος καρφωνόταν στην καρδιά του. Όμορφες, εκείνες οι δύσκολες στιγμές. Τις αναλογιζόταν, και το κενό στα πόδια του φαινόταν παγωμένο. Αλλά ναι…ας χαθεί στο κρύο, στη μοναξιά, στους χιλιάδες παγωμένους βοριάδες που φυσούσαν στο πρόσωπό του. Εκείνο το τριαντάφυλλο μάδησε και τώρα το θυμόταν.
Και…εκείνο το πρωί που ο ήλιος ανέτειλε πιο όμορφα απ’ τις άλλες φορές. Εκείνο το πρωί σκεφτόταν, στέκοντας στο χείλος του γκρεμού. Που όλα γύρω του έπλεαν σε χρυσά πελάγη και μια μικρή ηλιαχτίδα χάριζε φως στο δωμάτιο απ’ τη χαραμάδα. Πόσο μακριά όλα…πόσο ξένα…Τα χέρια του κρύωναν και ήταν άδεια. Το σώμα του παραδομένο στους ανέμους, που λαθραία προσπαθούσαν να τον αποπλανήσουν…να τον κλέψουν…Και τότε…
Ήρθε στο μυαλό του κι εκείνη η αγκαλιά. Τότε που τα χέρια του δεν ήταν άδεια, ήταν γεμάτα φως, ζέστη, φλόγες. Τότε που στ’ αυτιά του είχε τους χτύπους της καρδιάς στην οποία ανήκε. Τότε που ήταν ασφαλής και τίποτα…τίποτα στον κόσμο δεν τον έκανε να χάσει τις αντοχές του…Τώρα όμως έβρεχε ακόμη στα νεανικά του μάγουλα…και οι αντοχές του ήταν πια μέρος των ονείρων που αναζητούσε…



Ζαλίστηκε…έχασε την ισορροπία του…το κενό ήταν τόσο κοντά…Παραλίγο να πέσει. Δεν πρόσεχε. Παραλίγο να πέσει. Σκεπτόμενος το τότε και το τώρα. Και πόσα βρίσκονταν ανάμεσά τους. Ίσως…να ήταν μακριά.



Οι νεφέλες πλούτιζαν στον ουρανό…Τον έκαναν αγνώριστο. Ξαφνικές, αιφνίδιες αστραπές έσκιζαν τα πάντα στα δύο…Μπόρα πλησίαζε. Κι εκείνος στο χείλος του γκρεμού, κοιτούσε κάτω. Σκοτάδι. Ατελείωτη πτώση. Έγειρε προς τα μπρος κι ένα αεράκι φύσηξε και τον έριξε. Απ’ το χείλος του γκρεμού στον απόλυτο πάτο. Ένας ήχος ακούστηκε καθώς έπεφτε στο άγονο χώμα…Ένα χέρι που ζητούσε βοήθεια…Και η κραυγή ενός αετού που μόλις έχασε το παιδί του…



Τόξα τ’ ουρανού στόλισαν τους αιθέρες, ενέργεια και δύναμη. Φυσούσε πολύ...Στο χείλος του γκρεμού χαλίκια μαρτυρούσαν κάποιο μυστικό, όπου παρασυρμένο απ’ τους αέρηδες, ήρθε και στάθηκε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο…



Σάββατο, Φεβρουαρίου 7

Απλά χωρίς τίτλο

Τα ομορφότερα λόγια η σιωπή τα λέει. Και η αναπνοή σου όταν μ’ αγκαλιάζεις. Τα δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά σου και τα μάτια σου όταν κλαίνε.

Οι πιο όμορφες εικόνες αντικρίζονται από κλειστά μάτια. Βυθισμένες στους κόσμους των ονείρων. Κανείς δε στις έδωσε να τις δεις, κανείς δεν τις έψαξε. Πίσω από κλειστά βλέφαρα πάντα κρύβονται οι μεγαλύτεροι Παράδεισοι.

Απ’ τη μεγαλύτερη απόσταση το χέρι μου κρατά στ’ αλήθεια το δικό σου. Το κενό του δίνει αξία. Το σύμπαν μου δίνει δύναμη να ταξιδεύω κάθε βράδυ κοντά σου. Η άδεια σου εικόνα.

Πονάει μια μουσική χωρίς ήχο. Η αμηχανία σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο. Η μοναξιά της μοναδικότητας. Όμως η σιωπή θα είναι πάντα θησαυρός.

Την αξία του γαλάζιου ουρανού τα σύννεφα τη δίνουν. Κι ο ήλιος όταν είναι πολύ ζεστός. Τα μαλλιά που ανακατεύονται στον ανοιξιάτικο αέρα. Σ’ εκείνο το λιβάδι που καθόμουν μόνη.

Τις πιο κρύες νύχτες του Γενάρη μια φωτιά τις μαρτυρά. Όταν το τζάκι ανάβει και οι νιφάδες χαϊδεύουν το τζάμι στο παράθυρο.

Τα αστέρια φαίνονται απ’ όπου κι αν κοιτάξεις. Κι ας μας χωρίζουν έτη φωτός. Το βλέμμα μου τα ξεπερνά. Κοιτάζω χωρίς ν’ αγγίζω. Σε μαγεία χωρίς μάγισσες. Μόνο σκέψεις και πόθοι. Και κήποι αισθημάτων ανθισμένοι, με μεγάλα τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια. Όλα λείπουν. Κι όμως, όλα είναι εδώ.

“Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τα ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ”

Α. Εμπειρίκος.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 16

Κύματα...




Με ψυχή βυθισμένη στο γαλάζιο
κοιτούσα χθες τη θάλασσα
και άφηνα το νερό να με παίρνει μακριά της.
Άνεμος
τραβούσε πίσω τα μαλλιά μου.
Αλάτι
έδινε γεύση στα χείλη μου.
Ήχος
πλημμύριζε το είναι μου.
Μια γκρίζα ομίχλη βύθιζε τη ματιά μου.

Τα κύματα κλέψαν χθες την καρδιά μου.

Έτρεμα.
Σαν σώμα γυμνό. Στο έλεος
κάποιου βαρβάρου.

Έλεγα
ψιθυριστές κουβέντες
Που μόνο εσύ
άκουγες.
Πέταξα
στα μαύρα νερά
ένα βότσαλο.
Και κοίταξα τα σημάδια που άφησε πίσω.

Με δόντια σφιγμένα.
Ακροβατώντας



Κάποια αγάπη χάθηκε χθες βράδυ στη θάλασσα.

Σάββατο, Ιανουαρίου 10

Ευτυχία.




Μου έλειψε το χαρτί και το μολύβι μου. Εκείνες τις δύσκολες μέρες είναι ο μοναδικός φίλος, η λευκή κόλλα και το ξυμένο μολύβι. Στο χέρι γίνονται εικόνα και συναίσθημα…Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι…ονειρεύομαι…
Καλημέρα, μου είχες πει. Μου είχες πει θα νοιάζεσαι και θα αγαπάς. Πως δε θα αφήσεις το χέρι μου. Το χέρι μου που σε είχε ανάγκη, που το ένιωθες ότι σε είχε ανάγκη. Κοιτούσα το χέρι μου μέσα στο δικό σου και χαμογελούσα. Ναι, χαμογελούσα.
Κάποιο πρωί δεν ήμουν καλά…κρύωνα. Όλα φαίνονταν τόσο δύσκολα, τόσο ανούσια, τόσο μακριά μου…Ώσπου οι κουρτίνες στο δωμάτιο άνοιξαν και κοίταξα έξω. Είδα την ανθισμένη λεμονιά στο παράθυρο. Τη γάτα με κλειστά τα μάτια να κλέβει μια μικρή αχτίδα φωτός και ευχαριστημένη να λούζεται…σαν να είναι όλος ο κόσμος δικός της. Κάποιο σύννεφο στον ουρανό να τρέχει να ξεφύγει από τ’ άλλα, σαν παιδί μικρό, σαν την ελευθερία μέσα μου. Είδα τον ήλιο να με κοιτάζει. Και τα μάτια μου δάκρυσαν απ’ το φως.
Ένα βροχερό απόγευμα στο σπίτι, με μια κουβέρτα και μια αγαπημένη μελωδία. Δίπλα στο παράθυρο και βλέπω τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν στο τζάμι με μαγεία κι αν κλείσω τα μάτια…θ’ ακούσω μουσική. Τα πάντα γκρίζα, σκοτεινά. Και άξαφνες, αιφνίδιες αστραπές να σκίζουν τα πάντα στα δύο. Ενέργεια, χρυσάφι, ζωή. Κίνδυνος. Τα φύλλα της λεμονιάς λάμπουν στο φως τους, παραδομένα στη μπόρα, στο όμορφο πράσινο και την ομορφιά τους. Ήθελα να κλάψω αλλά δε μπορούσα. Έκλαιγε ο ουρανός για μένα.
Μια βόλτα μετά τη βροχή. Το ουράνιο τόξο, το τόξο των ουρανών. Τα χρώματα. Κοίταξα να δω τον θησαυρό. Και τον είδα.
Καθισμένη στο λιμάνι, ακούω τα κύματα. Τα νιώθω να βρέχουν τα γυμνά μου χέρια. Κάνει κρύο και δεν κρυώνω. Μπροστά μου η θάλασσα κάνει πανηγύρι, πώς να κρυώσω?...Αυτό το ατελείωτο βαθύ μπλε χρώμα, έκανε τα μάτια μου να γεμίζουν όνειρα, να νιώθουν μοναδικά, να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, απλά να κοιτάζουν. Ο ήχος του κύματος που σκάει στο βράχο, το βράχο, αυτό το δείγμα υψηλής τέχνης, της υψηλότερης. Με τα χρώματα που αλλάζουν ανάλογα τα διάθεση της φύσης, οι μικρές λάμψεις πάνω τους, λες και πάλι έβρεξε πολύτιμους λίθους και διαμάντια. Καθαρός, αμόλυντος αέρας μπαίνει στα πνευμόνια μου. Με νιώθει και τον νιώθω.
Σε κάποιο βαγόνι καθόμουν και ταξίδευα. Γύρω μου κόσμος πολύς. Εκείνη η γυναίκα που μπήκε, σκυμμένη, εξαντλημένη, με πολλά χρόνια να τη βαραίνουν. Καμιά κενή θέση. Σηκώθηκα και τη βοήθησα να καθίσει στη δική μου. Έπιασα το χέρι της και έπιασε το δικό μου, το κράτησε σφιχτά και σταθερά, έτρεμε λίγο. Με κοίταξε και της χαμογέλασα.
Στο δρόμο για το σπίτι περνούσα από την παιδική χαρά και άκουσα γέλια. Υπήρχε ζωή, να η ζωή. Μητέρες με τα παιδιά τους αγκαλιά, παιδιά στην αγκαλιά της μαμάς. Κίνηση. Πετάχτηκε κοντά μου μια μπάλα, πράσινη, πλαστική, ζωγραφισμένη. Πίσω απ’ το φράχτη στεκόταν ένα παιδί στη νηπιακή ηλικία. Με κοιτούσε φοβισμένο. Του προσέφερα τη μπάλα του. Με παρατηρούσε με τα μεγάλα αθώα του μάτια, προσεκτικά κι ερευνητικά. Κράτησε τη μπάλα στα χεράκια του και του χάιδεψα τα μαλλιά. Έφυγε. Στρίβοντας στη γωνία το είδα να πέφτει στο γρασίδι και να γελάει.
Ηλιοβασίλεμα. Δυο βουνά και μια φωτιά. Ζέστη. Ομορφιά, γοητεία. Ο ήλιος φεύγει τώρα, θα ξανάρθει όμως, μη φοβάσαι.
Εκείνο το ήσυχο, αυγουστιάτικο βράδυ στη βεράντα. Κοιτούσα ψηλά. Έβλεπα το φεγγάρι, την πανσέληνο. Αυτό το τέλειο, λαμπερό, κυκλικό σχήμα, φώτιζε τη νύχτα μου, την εικόνα μου, τις μοναχικές στιγμές μου. Αστέρια, πολλά, αμέτρητα. Ένας ουρανός γεμάτος αστέρια, χαμένα στους αιθέρες, στους γαλαξίες, στα μάτια μου. Μη μετράς τα αστέρια…δεν πρέπει…δεν κάνει…μόνο εκείνα ξέρουν το μυστικό τους.
Τότε που η καρδιά μου πονούσε και η αναπνοή μου κοβόταν. Και είχα ανάγκες. Τότε χάθηκα σε μια ζεστή αγκαλιά…Χάθηκα, ακούς? Δεν υπήρχε πόνος, δεν υπήρχαν σκέψεις. Έκλεινα τα μάτια και άκουγα μια καρδιά να χτυπάει δίπλα μου. Ένα ζευγάρι χέρια να με κρατάνε σφιχτά κοντά τους.

Έτσι ονειρεύτηκα την ευτυχία.
 

Missing You Blogger Template