Σάββατο, Δεκεμβρίου 20

Τα βράδια είναι όλα πιο δύσκολα...

Τα βράδια είναι όλα πιο δύσκολα. Όταν το δωμάτιο είναι σκοτεινό και άβατο κι εσύ μένεις μόνος στο κέντρο. Ψάχνεις το διακόπτη και δεν τον βρίσκεις. Θέλεις φως και δεν το βρίσκεις. Θέλεις ζωή και δεν τη βρίσκεις. Είναι χαμένη, χαμένη μέσα στα εκατοντάδες μόρια αέρα που πλανιούνται γύρω σου. Χαμένη και δεν τη βρίσκεις πια.
Τα βράδια εκείνα, που κάθεσαι κουλουριασμένος στην κουβέρτα και σκέφτεσαι. Και αγγίζεις τους ώμους σου με τα χέρια σου. Κλείνεις τα μάτια και λες…ας ήταν εκείνος…Κρύβεις το πρόσωπό σου στα γόνατά σου, λες και θα σε έσωζε ποτέ αυτό από το κρύο δωμάτιο γύρω σου, από την απόλυτη μοναξιά, από τα δάκρυα που σε πλησιάζουν από παντού. Χιλιάδες, εκατομμύρια δάκρυα, από τα βάθη της ψυχής σου, από το άπειρο του σύμπαντος, από σένα. Μα ποιος σε βλέπει, ποιος σε ακούει, ποιος ξέρει πως κλαις και γιατί, ποιος νοιάζεται να μάθει? Είσαι μόνος, ακούς? Μόνος, στο απόλυτο σκοτάδι, χαμένος, πνιγμένος από τα ίδια σου τα δάκρυα. Τα χέρια σου τρέμουν, αλλά τί σημασία έχει…Τί σημασία έχει και για ποιόν…
Είναι τα δύσκολα βράδια που δε θέλεις να σκέφτεσαι και να υπάρχεις, να σκέφτεσαι πως υπάρχεις. Φοβάσαι, εκείνους που σου ζητούν πολλά που δεν αντέχεις, εκείνους που είναι πολύ σκληροί μαζί σου κι εκείνους που…ακούς? Εκείνους που δεν ξέρουν πόσο πονάς και νομίζουν πως είσαι καλά. Τότε νιώθεις κάθε ήλιο χωρίς φωτιά, κάθε χαμόγελο ανούσιο. Δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει χαμόγελο, υπάρχεις μόνο εσύ, εσύ και τα δάκρυα και αυτοί, αυτοί που δεν ξέρουν, δε νιώθουν, δεν είναι κοντά σου.
Και αφού αφήσεις πολλά ζεστά ποτάμια να τρέξουν απ’ τα μάτια σου, εκείνα τα βράδια, θα σκεφτείς με τον εαυτό σου αν πρέπει τελικά να σηκώσεις το κεφάλι. Αν τολμάς να αντικρίσεις το απόλυτο σκοτάδι που σε περιτριγυρίζει, σε τρώει από παντού, σε απειλεί, δε βλέπεις κανέναν. Και όλοι αυτοί που δεν ξέρουν, δε νιώθουν, δε νοιάζονται, νομίζουν πως είσαι καλά…Τους νιώθεις τώρα μακριά σου, να φεύγουν. Εσύ τους διώχνεις, ναι, εσύ τους διώχνεις να φύγουν. Δε θέλεις να τους βλέπεις. Φύγετε όλοι, δε θέλω να σας βλέπω, χαθείτε στο σκοτάδι σας κι αφήστε με να χαθώ κι εγώ στο δικό μου.
Και μ’ αυτές τις σκέψεις στο μυαλό σηκώνεις το κεφάλι και μέσα από τα θολωμένα σου μάτια βλέπεις μορφές, ζεστές μορφές, αυτές που ονειρευόσουν. Θυμάσαι, όμορφα βράδια, όχι σαν αυτό, άλλα βράδια, όμορφα. Όταν κι εσύ ήσουν άλλος, όταν η ζωή σου δεν είχε χαθεί ακόμα. Χάνεσαι στις όμορφες αναμνήσεις και γελάς ανάμεσα στα κλάματα και μετά ξανά θυμάσαι πως όλα αυτά τα έχασες και κλαις ανάμεσα στα γέλια, γι’ αυτά που έχασες, γι’ αυτά που απέκτησες, γι’ αυτά που ζεις αλλά δε θες να ζεις. Θες να χαθείς στο απόλυτο, ανυπόφορο πια σκοτάδι που σφίγγεται γύρω σου, σε αγγίζει, σε πιέζει, σε σπρώχνει να πέσεις.
Μερικά βράδια δε θες να ξημερώσουν. Μερικά βράδια αγαπάς το σκοτάδι που τυλίγει σώμα και ψυχή γιατί έτσι κανείς δε βλέπει, κανείς δεν ξέρει πως είσαι μόνος. Ακούς? Μόνος. Και φοβάσαι πως…Κάποια στιγμή θα πλησιάσει απειλητικά ο ήλιος, θα απλώσει τις εκτυφλωτικές του ακτίνες γύρω σου, πάνω σου, μέσα σου. Και θα πρέπει να ξεχάσεις τότε πόσο έκλαψες και πόσα σκέφτηκες εκείνο το βράδυ. Θα πρέπει να ξεχάσεις και να σηκωθείς. Ν’ ανοίξεις την κουρτίνα και ν’ αφήσεις το φως να σε λούσει. Εσένα, τα μάτια σου, κόκκινα, μεγάλα, κουρασμένα, εξαντλημένα. Τα χέρια σου τρέμουν ακόμα. Πήγαινε να πιεις λίγο νερό, να πεις ότι συνέρχεσαι. Αλλά πώς να συνέλθεις, που ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος κι εσύ τόσο μικρός. Και είσαι και μόνος, είσαι και κουρασμένος. Σου λείπει πολύ εκείνη η ζεστασιά. Πονάς, το ξέρω ότι πονάς. Αλλά ποιος ακούει, ποιος το ξέρει, ποιος νοιάστηκε σήμερα να μάθει αν πονάς. Όλα συνεχίζονται κι εσύ τυλιγμένος μένεις.
Εκείνα τα βράδια δεν περιγράφονται με λόγια. Μόνο με κραυγές και πονεμένα πρόσωπα και δάκρυα…Ατελείωτα δάκρυα, καυτά δάκρυα. Ζαλίζεσαι, πέφτεις. Πρέπει να σηκωθείς, σε παρακαλώ, σήκω. Σήκω και ξανασκέψου εκείνο το βράδυ, ποιος είχε δίκιο, εσύ ή το σκοτάδι. Ίσως να είχες εσύ. Ίσως το σκοτάδι. Ίσως τελικά, εκείνο το βράδυ, εκείνες τις στιγμές, εσύ και το σκοτάδι να ήσασταν ένα.
 

Missing You Blogger Template