Τρίτη, Ιουλίου 29

...Κοιτάζοντας τη ζωή...


Καθισμένη...ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον...με τα μάτια στον ουρανό και τα χέρια στο χαρτί...κάνω λέξεις τις σκέψεις και γράφω...
Κοιτάζω ψηλά. Πάντα ψηλά. Και βλέπω αχανή σύννεφα να κινούνται εδώ κι εκεί με τον άνεμο, σαν να τρέχουν κάτι να προφτάσουν, σαν να μην έχουν όρια σαν εμάς, σαν να είναι εκεί για να μας θυμίζουν πού βρίσκεται η ελευθερία και πού η κόλαση του μυαλού. Βλέπω χελιδόνια και αεροπλάνα να πετούν. Βλέπω έναν ήλιο τεράστιο, προκλητικά όμορφο. Οι τέλειες συμμετρίες του δε φτιάχνονται από ανθρώπινο χέρι…τα μάτια μου δεν αντέχουν τη λαμπρότητά του και γυρνούν…Δίπλα μου ένα παιδί σφύζει από περηφάνια με τα μάτια στραμμένα σ’ ένα κομμάτι χαρτί που κρατά στο χέρι. Εκεί είναι η σημερινή του δημιουργία, το μπογιάτινο σπίτι και τα λουλούδια και τα δέντρα. Και ο ήλιος του σχεδιασμένος προσεκτικά από το παιδικό χεράκι, κίτρινος με ακτίνες πορτοκαλί. Ολόισιες, μεγάλες. Κάπου εξέχει το χρώμα από τη γραμμή και χαρίζει στην εικόνα μεγαλείο.
Ευθεία μου είναι η θάλασσα. Η γαλάζια και η μπλε, με τις χίλιες αποχρώσεις και τα χίλια αστέρια να λαμπυρίζουν στα κύματά της. Στα δεξιά μου άσπρος αφρός, στ’ αριστερά μου βράχια. Και μπροστά μου η βάρκα του Αντώνη χορεύει στο δικό της ρυθμό. Στάλες αλατόνερου ξεχύνονται πάνω της καθώς κινείται και η σημαία στην πλώρη δίνει τους δικούς της κυματισμούς, απόλυτα εναρμονισμένη με το περιβάλλον της. Κλείνω τα μάτια και ακούω τα νερά καλύτερα απ’ όσο τα βλέπω. Και θέτω σε λειτουργία όλες τις αισθήσεις μου μαζί, καμία να μην μείνει, καμία να μη χάσει το τέλειο τούτο μάγεμα.
Πίσω μου φωνές παιδιών. Παιδιά που παίζουν και γελάνε και κοιτάζουν τη ζωή κατάματα, χωρίς να τη φοβούνται. Παιδιά που εύχονται να είχαν ένα μεγάλο παγωτό και ειρήνη στον κόσμο. Κοντά μου δυο άνθρωποι σοφοί και κουρασμένοι, αυτοί που αποκαλούνται απ’ τους πολλούς ‘τρίτη ηλικία’. Εκείνη με το λουλουδάτο φόρεμα και το ψάθινο καπέλο. Εκείνος με τη γραβάτα σφιχτά δεμένη και το χαμόγελο κρυμμένο στο μουστάκι. Κοιτάζουν μπροστά, το μέλλον τους, το μπλε χρώμα, με τα χέρια τους το ένα πάνω στ’ άλλο.
Κι εγώ ανάμεσά τους. Κοιτάζω και κατανοώ. Συγκινούμαι. Κινώ το χέρι μου με τέχνη στο χαρτί και γράφω λόγια για εκείνους. Τους πίσω και τους μπροστά. Και αυτούς που τώρα έχουν τα μάτια τους στις σπίθες του νερού. Και αυτούς που κοιτάζουν τον ουρανό νοσταλγώντας. Σ’ αυτούς που κάνουν και τελειώνουν τη ζωή μου.

1 σχόλιο:

Γιάννης είπε...

ΑΥΤΟΣ ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας...

 

Missing You Blogger Template