Δευτέρα, Μαρτίου 9

Άγγελος.






Στεκόταν στο χείλος του γκρεμού και κοιτούσε κάτω. Το βάθος, η απόσταση. Πόσοι πειρασμοί βρίσκονταν εκεί κάτω…Στη σκοτεινή, υπόγεια άβυσσο. Στο απέραντο τίποτα κρύβονταν τα πάντα. Δε χόρταινε να κοιτάζει και να νιώθει να κατακλύζεται σε όλο το κορμί από πόνο. Τα κύματα, η θάλασσα μέσα του…Σταγόνες βροχής στα μάγουλά του. Τρικυμία στα βαθιά νερά του. Και όμως όλα είχαν μια περίεργη ησυχία, ένα χρόνο ανύπαρκτο, όλα σταματούσαν. Κι απ’ αυτό θέλησε εκείνο το βράδυ να ξεφύγει. Έκλεισε τα μάτια και ανάσανε, σαν να ήταν η τελευταία του ανάσα.
Μέσα απ’ τα σφαλισμένα του βλέφαρα είδε τα όνειρα, που κρύβονταν εκεί κάτω. Σαν να κοβόταν η πολύτιμη αναπνοή όταν θυμόταν…Θυμόταν?...Στο μυαλό του ήρθε εκείνο το τριαντάφυλλο…το κόκκινο. Το τέλεια φτιαγμένο, το όσο τίποτα επιθυμητό. Το κρατούσε τότε στο χέρι, με τα δυο του δάχτυλα, καθώς το βέλος καρφωνόταν στην καρδιά του. Όμορφες, εκείνες οι δύσκολες στιγμές. Τις αναλογιζόταν, και το κενό στα πόδια του φαινόταν παγωμένο. Αλλά ναι…ας χαθεί στο κρύο, στη μοναξιά, στους χιλιάδες παγωμένους βοριάδες που φυσούσαν στο πρόσωπό του. Εκείνο το τριαντάφυλλο μάδησε και τώρα το θυμόταν.
Και…εκείνο το πρωί που ο ήλιος ανέτειλε πιο όμορφα απ’ τις άλλες φορές. Εκείνο το πρωί σκεφτόταν, στέκοντας στο χείλος του γκρεμού. Που όλα γύρω του έπλεαν σε χρυσά πελάγη και μια μικρή ηλιαχτίδα χάριζε φως στο δωμάτιο απ’ τη χαραμάδα. Πόσο μακριά όλα…πόσο ξένα…Τα χέρια του κρύωναν και ήταν άδεια. Το σώμα του παραδομένο στους ανέμους, που λαθραία προσπαθούσαν να τον αποπλανήσουν…να τον κλέψουν…Και τότε…
Ήρθε στο μυαλό του κι εκείνη η αγκαλιά. Τότε που τα χέρια του δεν ήταν άδεια, ήταν γεμάτα φως, ζέστη, φλόγες. Τότε που στ’ αυτιά του είχε τους χτύπους της καρδιάς στην οποία ανήκε. Τότε που ήταν ασφαλής και τίποτα…τίποτα στον κόσμο δεν τον έκανε να χάσει τις αντοχές του…Τώρα όμως έβρεχε ακόμη στα νεανικά του μάγουλα…και οι αντοχές του ήταν πια μέρος των ονείρων που αναζητούσε…



Ζαλίστηκε…έχασε την ισορροπία του…το κενό ήταν τόσο κοντά…Παραλίγο να πέσει. Δεν πρόσεχε. Παραλίγο να πέσει. Σκεπτόμενος το τότε και το τώρα. Και πόσα βρίσκονταν ανάμεσά τους. Ίσως…να ήταν μακριά.



Οι νεφέλες πλούτιζαν στον ουρανό…Τον έκαναν αγνώριστο. Ξαφνικές, αιφνίδιες αστραπές έσκιζαν τα πάντα στα δύο…Μπόρα πλησίαζε. Κι εκείνος στο χείλος του γκρεμού, κοιτούσε κάτω. Σκοτάδι. Ατελείωτη πτώση. Έγειρε προς τα μπρος κι ένα αεράκι φύσηξε και τον έριξε. Απ’ το χείλος του γκρεμού στον απόλυτο πάτο. Ένας ήχος ακούστηκε καθώς έπεφτε στο άγονο χώμα…Ένα χέρι που ζητούσε βοήθεια…Και η κραυγή ενός αετού που μόλις έχασε το παιδί του…



Τόξα τ’ ουρανού στόλισαν τους αιθέρες, ενέργεια και δύναμη. Φυσούσε πολύ...Στο χείλος του γκρεμού χαλίκια μαρτυρούσαν κάποιο μυστικό, όπου παρασυρμένο απ’ τους αέρηδες, ήρθε και στάθηκε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο…



2 σχόλια:

προφήτηs είπε...

μια μικρή ανάμνηση, από όλα εκείνα που θα λάβουν κάποτε φως...

άγγελος... η ζωή... άγγελος... το φως... άγγελος.... με όνομα ξεχασμένο...

Νεφελη είπε...

Σε όλα εκείνα που περιμένεις να 'ρθουν...άγγελος...αυτός που ήρθε να στο φέρει...

Την καλησπέρα μου.

 

Missing You Blogger Template